Η Λεύκη είναι μία επίκτητη νόσος του δέρματος και των βλεννογόνων που χαρακτηρίζεται από σαφώς περιγεγραμμένες λευκές κηλίδες.
Ο επιπολασμός της Λεύκης παγκοσμίως κυμαίνεται από 0,5-2% του γενικού πληθυσμού.
Ο μηχανισμός καταστροφής και εξαφάνισης των μελανοκυττάρων από το πάσχον δέρμα δεν έχει πλήρως διαλευκανθεί. Έχουν αναπτυχθεί διάφορες παθογενετικές θεωρίες για την Λεύκη, από τις οποίες η επικρατέστερη, για τη μη δερμοτομιακή Λεύκη, είναι η αυτοάνοση.
Με βάση την εντόπιση και την έκταση των βλαβών, η Λεύκη ταξινομείται σε εντοπισμένη, γενικευμένη και καθολική.
Η νόσος συνήθως επεκτείνεται με αργό ρυθμό, ωστόσο ενδέχεται να σταθεροποιηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή να επιδεινωθεί απότομα.
Για την αντιμετώπιση της Λεύκης μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε: Α) τοπική αγωγή, Β) φωτοθεραπεία, Γ) λέιζερ, Δ) χειρουργικές επεμβάσεις, Ε) αποχρωματισμό του φυσιολογικού δέρματος.
Η ανταπόκριση στη θεραπευτική αγωγή εξαρτάται κυρίως από την εντόπιση των βλαβών και το φωτότυπο του ασθενούς. Οι υποτροπές είναι συχνές.