
Αλωπεκία ονομάζεται κάθε απώλεια τριχών από ανατομικές θέσεις όπου φυσιολογικά υπάρχει τριχοφυΐα.
Οι τρίχες στο ανθρώπινο σώμα αναπτύσσονται κατά κύκλους στους οποίους εναλλάσσονται περίοδοι δραστηριότητας και ενεργής ανάπτυξης (αναγενής φάση) με περιόδους ηρεμίας (καταγενής φάση) και υποστροφής (τελογενής φάση). Οι παράγοντες που επηρεάζουν τον κύκλο ζωής της τρίχας είναι η γενική κατάσταση της υγείας, η διατροφή, το κλίμα, οι εποχές, η ηλικία, το φύλο και οι τεχνικές και τα προϊόντα περιποίησης που χρησιμοποιούνται. Από το τριχωτό της κεφαλής ενός ενήλικα αποπίπτουν φυσιολογικά περίπου 50-100 τρίχες ημερησίως και η απώλεια περισσότερων τριχών από αυτές ονομάζεται τριχόπτωση ή τριχόρροια.
Η τριχόπτωση μπορεί να είναι διάχυτη ή εντοπισμένη, ανάλογα με την έκτασή της, καθώς επίσης να είναι οξεία ή χρόνια, ανάλογα με την διάρκειά της. Ένας άλλος τρόπος κατηγοριοποίησης των αλωπεκιών είναι η παρουσία ή όχι φλεγμονής μαζί με ουλοποίηση και ατροφία. Με τον τρόπο αυτό οι αλωπεκίες χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις μη ουλωτικές που οδηγούν σε αναστρέψιμη απώλεια τριχών, και τις ουλωτικές στις οποίες η καταστροφή των τριχοθυλακίων είναι μόνιμη. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν η ανδρογενετική, η γυροειδής, η διάχυτη, η αλωπεκία λόγω έλξης, η αλωπεκία που οφείλεται στη μυκητίαση, κ.α. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν ο θυλακικός λειχήνας, η μετωπιαία ινωτική αλωπεκία, ο δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος, οι ουδετεροφιλικές αλωπεκίες, κ.α.
Μία διάχυτη απώλεια τριχών μπορεί να είναι είτε οξεία και να οφείλεται σε οξύ πυρετό, μεγάλη αιμορραγία, σοβαρή χειρουργική επέμβαση, έντονο stress, συστηματικό νόσημα, τοκετό, χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία, είτε χρόνια και να οφείλεται σε σιδηροπενία, διαταραχές θρέψης ή θυρεοειδούς, νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, κακοήθειες ή διάφορα φάρμακα. Επιπλέον, γενετικοί και λοιμώδεις παράγοντες, καθώς και αυτοάνοσοι μηχανισμοί έχουν σχετισθεί αιτιολογικά με διάφορες μορφές αλωπεκίας.
Η εκτίμηση μιας αλωπεκίας από τον δερματολόγο γίνεται με τη λήψη λεπτομερούς ατομικού και οικογενειακού ιστορικού και με την κλινική εξέταση μέσω ειδικών διαγνωστικών τεχνικών όπως η δοκιμασία έλξης και τριβής των τριχών, η τριχοσκόπηση, το τριχοριζόγραμμα και φωτοτριχοριζόγραμμα, η μικροσκόπηση του στελέχους της τρίχας και, επί διαγνωστικού προβληματισμού, η λήψη βιοψίας για τη διενέργεια ιστολογικής εξέτασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, συστήνεται αιματολογικός έλεγχος για τον προσδιορισμό σιδήρου, φερριτίνης, ορμονών θυρεοειδούς, κ.α., καθώς και πλήρης ορμονολογικός έλεγχος για αποκλεισμό ορμονικών διαταραχών.
Η θεραπεία είναι μακροχρόνια, εξατομικευμένη, διαφοροποιείται ανάλογα με τον τύπο της αλωπεκίας και στοχεύει τόσο στην αναστολή της περαιτέρω απώλειας τριχών όσο και στην, κατά το δυνατόν, επανέκφυσή τους. Για τον σκοπό αυτό υπάρχουν διαθέσιμοι διάφοροι φαρμακευτικοί παράγοντες, τοπικοί και συστηματικοί, καθώς και ειδικές χειρουργικές τεχνικές.
Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση των αλωπεκιών κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική, αφενός γιατί είναι παθήσεις που αρκετές φορές συνδέονται με υποκείμενα παθολογικά νοσήματα, αφετέρου γιατί οδηγούν συχνά σε σοβαρή υποβάθμιση της ποιότητας ζωής του ατόμου με ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις.
Η ανδρογενετικού τύπου αλωπεκία είναι μια προοδευτικά εξελισσόμενη αραίωση των τριχών της κεφαλής με χαρακτηριστική κατανομή, καθώς προσβάλλει επιλεκτικά το πρόσθιο μέρος και την κορυφή του τριχωτού. Ανήκει στις μη ουλωτικές αλωπεκίες και ταξινομείται στην ανδρικού τύπου, που είναι συχνότερη, και τη γυναικείου τύπου. Στους άνδρες συνήθως παρουσιάζει επιδείνωση μετά τα 40 έτη, ενώ στις γυναίκες επιδεινώνεται μετά τα 50 έτη, και η συχνότητά της αυξάνεται με την ηλικία. Υπολογίζεται πως, τουλάχιστον, το 80% των ανδρών και το 40% των γυναικών στην ηλικία των 70 ετών πάσχουν από την αλωπεκία αυτή.
Αιτιολογικά σχετίζεται με τη συνδυασμένη επίδρασης της γενετικής προδιάθεσης και των ανδρογόνων στους τριχικούς θυλάκους. Ο τύπος κληρονομικότητας φαίνεται να διαφέρει μεταξύ των δύο φύλων, ενώ δεν έχουν προσδιορισθεί όλα τα υπεύθυνα γονίδια.
Κλινικά, στους άνδρες, παρατηρείται υποχώρηση της μετωποκροταφικής γραμμής, λέπτυνση, αραίωση και τελικά εξαφάνιση των μαλλιών στην κροταφική και βρεγματική περιοχή, καθώς και την κορυφή του κεφαλιού (ανδρικό πρότυπο). Στις γυναίκες, παρατηρείται έντονη αραίωση και λέπτυνση των τριχών στη βρεγματική περιοχή και την κορυφή του κεφαλιού, αλλά διατηρείται η μετωποκροταφική γραμμή (γυναικείο πρότυπο). Προοδευτικά οι τρίχες των μαλλιών στις θέσεις αυτές λεπταίνουν, κονταίνουν, αραιώνουν και τελικά εξαφανίζονται, ενώ τα τριχοθυλάκια μικραίνουν, αφήνοντας το δέρμα της περιοχής του τριχωτού λείο. Η αδυναμία ανάπτυξης των τριχών σε μήκος μπορεί να είναι το πρώτο σύμπτωμα της ανδρογενετικής αλωπεκίας.
Η διάγνωση της νόσου γίνεται με τη λεπτομερή λήψη ατομικού και οικογενειακού ιστορικού και την κλινική δερματολογική εξέταση με δοκιμασία έλξης των τριχών, τριχοσκόπηση και διενέργεια τριχοριζογράμματος ή φωτοτριχοριζογράμματος. Σε πολλές περιπτώσεις συστήνεται αιματολογικός έλεγχος, για τον προσδιορισμό σιδήρου, φερριτίνης, ορμονών θυρεοειδούς, κ.α., προκειμένου να αποκλειστούν άλλοι τύποι αλωπεκίας, ενώ στην περίπτωση γυναικών με σημεία αρρενοποίησης, είναι σημαντικός ο πλήρης ορμονολογικός έλεγχος για αποκλεισμό διαταραχών, όπως το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Η θεραπεία της ανδρογενετικής αλωπεκίας είναι μακροχρόνια και έχει στόχο την αναστολή ή επιβράδυνση της περαιτέρω απώλειας τριχών και την, κατά το δυνατόν, την επανέκφυσή τους. Όσο πιο έγκαιρη είναι η έναρξή της, τόσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματά της. Κυρίως, προτείνεται η τοπική χρήση μινοξιδίλης, που μπορεί να χορηγηθεί και στα δύο φύλα, και η από του στόματος λήψη φαρμακευτικών παραγόντων όπως η φιναστερίδη, που έχει επίσημη έγκριση για χρήση μονό σε άνδρες. Επικουρικά, συστήνεται η χρήση ειδικών σαμπουάν και η λήψη συμπληρωμάτων διατροφής με βιταμίνες, ιχνοστοιχεία και αμινοξέα. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο έδαφος κερδίζει η χειρουργική αντιμετώπιση με την αυτόλογη μεταμόσχευση τριχοθυλακίων από περιοχές του τριχωτού που δεν επηρεάζονται από την πάθηση, στις περιοχές που έχουν υποστεί αραίωση.