
Το μελάνωμα είναι μια μορφή καρκίνου του δέρματος που προέρχεται από νεοπλασματικά μελανοκύτταρα. Αντιστοιχεί μόλις στο 2% του συνόλου των δερματικών καρκίνων, αλλά ευθύνεται για τη συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων, καθώς έχει την τάση να δίνει μεταστάσεις σε λεμφαδένες και σε εσωτερικά όργανα. Αφορά όλες τις ηλικίες, με μέση ηλικία διάγνωσης την 5η και 6η δεκαετία της ζωής, ενώ τα τελευταία χρόνια καταγράφεται τριπλασιασμός στην επίπτωσή του.
Κύριοι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση μελανώματος είναι η υπερέκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία -κυρίως όταν αυτή οδηγεί σε σοβαρά ηλιακά εγκαύματα κατά την παιδική και νεαρή ηλικία ή όταν είναι έντονη και διαλείπουσα-, ο ανοιχτός δερματικός φωτότυπος, η γενετική προδιάθεση, η παρουσία στο δέρμα μεγάλου αριθμού σπίλων (>100), συνδρόμου δυσπλαστικών σπίλων ή, σπανιότερα, μεγάλου συγγενούς σπίλου (>20cm), καθώς και η ανοσοκαταστολή.
Κλινικά, ένα τυπικό μελάνωμα είναι, συνήθως, μια ασύμμετρη μελαγχρωματική επίπεδη κηλίδα με διάμετρο >0,5cm, ασαφές περίγραμμα και ποικιλοχρωμία, η οποία συχνά εξελίσσεται σε πλάκα που επάνω της μπορεί να αναπτυχθούν βλατίδες ή οζίδια. Συχνότερη θέση εντόπισης είναι ο κορμός και τα άκρα.
Μία βλάβη ύποπτη για μελάνωμα, που χρήζει περαιτέρω αξιολόγησής, μπορεί να είναι είτε ένας πρωτοεμφανιζόμενος σπίλος με ανώμαλη όψη και αυξανόμενο μέγεθος, είτε ένας προϋπάρχων σπίλος που διαφέρει στα χαρακτηριστικά του από τους υπόλοιπους σπίλους του σώματος ή που η εικόνα του αλλάζει αισθητά κατά τους τελευταίους μήνες. Με βάση τον γνωστό κανόνα ABCDE (Asymmetry, Border, Color, Diameter, Evolution), σε μια βλάβη, πάντα, αξιολογείται η ασυμμετρία, τα ασαφή και ανώμαλα όρια, η ανομοιογενής κατανομή της χρωστικής και η αλλαγή στο σχήμα και το μέγεθός της.
Προληπτικά, κρίνεται απαραίτητη η ηλιοπροστασία από την παιδική ηλικία τόσο με την ,κατά το δυνατόν, αποφυγή της ηλιακής έκθεσης, όσο και με τη συστηματική χρήση κατάλληλου αντηλιακού, καθώς και η δερματολογική εξέταση τουλάχιστον μία φορά ανά έτος. Επιπλέον, τα άτομα υψηλού κινδύνου συστήνεται να αυτοεξετάζονται μία φορά κάθε μήνα, μετά από σχετική εκπαίδευσή τους από δερματολόγο.
Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στο ιατρείο περιλαμβάνει τη λήψη λεπτομερούς ατομικού και οικογενειακού ιστορικού και την κλινική εξέταση με δερματοσκόπηση (με χρήση ειδικού φακού χειρός) και ολόσωμη χαρτογράφηση σπίλων (με ψηφιακή δερματοσκόπηση και ολική φωτογράφηση σώματος). Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση του μελανώματος συνδυάζεται πάντα με καλύτερη πρόγνωση.
Η θεραπεία του μελανώματος είναι η χειρουργική αφαίρεσή του επί υγιών ορίων, περιμετρικά και σε βάθος, που καθορίζονται από διεθνή πρωτόκολλα. Η ιστολογική εξέταση της βλάβης είναι ιδιαίτερα σημαντική αφενός γιατί βοηθά στη σταδιοποίηση και την πρόγνωση του μελανώματος, αφετέρου γιατί καθορίζει την περαιτέρω θεραπευτική αντιμετώπισή του. Σε προχωρημένες βλάβες και σε ασθενείς υψηλού κινδύνου, προτείνεται η συστηματική θεραπεία (ανοσοθεραπεία, θεραπεία μοριακής στόχευσης ή κλασική χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία) με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Οι ακτινικές υπερκερατώσεις είναι συχνές βλάβες της επιδερμίδας που οφείλονται σε εντοπισμένη δυσπλασία των κυττάρων της (μερικού πάχους δυσπλασία). Οι βλάβες αυτές, εάν παραμεληθούν, μπορεί να οδηγήσουν σε ολικού πάχους δυσπλασία της επιδερμίδας και να εξελιχθούν σε ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του δέρματος. Ενδεικτικό είναι ότι το 40-60% των καρκινωμάτων αυτών ξεκινούν ως μη θεραπευμένες ακτινικές υπερκερατώσεις. Γενικά, η παρουσία πολλαπλών ακτινικών υπερκερατώσεων θεωρείται δείκτης φωτογήρανσης του δέρματος και συνδέεται με υψηλό κίνδυνο εμφάνισης δερματικών καρκινωμάτων.
Προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξη των ακτινικών υπερκερατώσεων είναι η χρόνια και αθροιστική έκθεση στην υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία, ο ανοιχτός δερματικός φωτότυπος και η ανοσοκαταστολή.
Συνήθεις ανατομικές εντοπίσεις είναι το κεφάλι, το πρόσωπο και τα αυτιά, ο τράχηλος και τα ηλιοεκτεθειμένα μέρη του κορμού και των άκρων.
Κλινικά, στα σημεία των αρχόμενων βλαβών το δέρμα παρουσιάζει αλλαγές στο χρώμα και την υφή του, ενώ στη συνέχεια γίνεται πιο τραχύ και ξηρό με συνοδό απολέπιση και υπέγερση. Μία τυπική ακτινική υπερκεράτωση εμφανίζεται ως μικρή επιφανειακή βλατίδα ή πλάκα, με ερυθρό ή καφέ χρώμα και λέπι στην επιφάνειά της που, συχνά, συνοδεύεται από κνησμό και τραχύτητα στην ψηλάφηση.
Στο 1ο στάδιο ανάπτυξής τους οι ακτινικές υπερκερατώσεις έχουν λιγότερη υπερκεράτωση, εντοπίζονται μόνο ψηλαφητικά και χαρακτηρίζονται ως «λεπτές». Στο 2ο στάδιο έχουν μέτριο πάχος και είναι εύκολα ορατές και ψηλαφητές, ενώ στο 3ο στάδιο έχουν αυξημένη υπερκεράτωση και χαρακτηρίζονται ως «παχιές».
Η διάγνωση στο ιατρείο γίνεται με τη λεπτομερή κλινική εξέταση και τη δερματοσκόπηση με ειδικό φακό χειρός, ενώ, σε περιπτώσεις που απαιτείται ιστολογική επιβεβαίωση, γίνεται λήψη βιοψίας.
Οι προτεινόμενες θεραπείες διακρίνονται στις επεμβατικές που στοχεύουν στην καταστροφή μεμονωμένων βλαβών και στις θεραπείες «πεδίου» που εφαρμόζονται σε περιοχές με πολλές ακτινικές υπερκερατώσεις και στοχεύουν στις κλινικά ορατές αλλά και υποκλινικές βλάβες. Στις επεμβατικές θεραπείες ανήκει η κρυοθεραπεία με υγρό άζωτο, η εξάχνωση με χρήση συσκευών Laser CO2, η ηλεκτροχειρουργική με απόξεση και καυτηριασμό, και η δερμοαπόξεση με διάφορα ειδικά μηχανικά μέσα (όπως συρμάτινα βουρτσάκια ή τροχό με διαμάντι). Στις θεραπείες πεδίου εντάσσεται η τοπική χρήση φαρμακευτικών ουσιών (όπως η 5-φθοριοουρακίλη, η ιμικουϊμόδη και η δικλοφενάκη), η χημική απολέπιση με τριχλωροξικό οξύ και η φωτοδυναμική θεραπεία.
Η πρόληψη, πρωτογενώς, βασίζεται στη συστηματική φωτοπροστασία, με αποφυγή έκθεσης στην έντονη ηλιακή ακτινοβολία, σωστή εφαρμογή αντηλιακής προστασίας και αποφυγή τεχνητών πηγών μαυρίσματος. Δευτερογενώς, βασίζεται στην έγκαιρη διάγνωση των βλαβών μέσω της τακτικής δερματολογικής εξέτασης, αλλά και της αυτοεξέτασης για τα άτομα υψηλού κινδύνου.
Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα, είναι ένας δερματικός καρκίνος που χαρακτηρίζεται από κυτταρική δυσπλασία σε όλο το πάχος της επιδερμίδας αλλά και διήθηση της βασικής μεμβράνης με επέκταση στο υποκείμενο χόριο. Με την επέκταση πέραν της βασικής μεμβράνης, το καρκίνωμα αυτό αποκτά μεταστατικό δυναμικό και ονομάζεται διηθητικό. Είναι η δεύτερη σε συχνότητα δερματική κακοήθεια μετά το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα και η δεύτερη σε θνητότητα μετά το μελάνωμα, ενώ η επίπτωσή του στη λευκή φυλή φαίνεται να αυξάνεται παγκοσμίως.
Κύριοι προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνισή του είναι η χρόνια και αθροιστική έκθεση στην υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία, ο ανοιχτός δερματικός φωτότυπος και η ανοσοκαταστολή.
Συνήθως, εντοπίζεται σε χρονίως ηλιοεκτεθειμένες περιοχές του σώματος όπως το πρόσωπο, το κεφάλι και τα χέρια, ενώ συχνά αναπτύσσεται σε προϋπάρχουσα ακτινική υπερκεράτωση.
Κλινικά, μια τυπική βλάβη, εμφανίζεται αρχικά ως μία ερυθρόλευκη υπερκερατωσική πλάκα και στη συνέχεια ως οζίδιο σκληρής σύστασης με συνοδό εξέλκωση. Καθώς εξελίσσεται, προκαλεί τοπική καταστροφή των ιστών και εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να χορηγήσει μεταστάσεις.
Η διάγνωση βασίζεται στην λεπτομερή κλινική εξέταση, τη δερματοσκόπηση με ειδικό φακό χειρός και την ιστολογική εξέταση της βλάβης με τη λήψη δερματικής βιοψίας.
Η θεραπεία επιλογής είναι η χειρουργική αφαίρεση της βλάβης επί υγιών ορίων, όπως αυτά ορίζονται από διεθνή πρωτόκολλα, ενώ για χαμηλού κινδύνου βλάβες μπορεί να επιλεγεί η ηλεκτροχειρουργική με απόξεση και καυτηριασμό ή η κρυοχειρουργική με χρήση υγρού αζώτου. Συμπληρωματικά, σε καρκινώματα υψηλού κινδύνου ή μεταστατικά χρησιμοποιείται η συστηματική χημειοθεραπεία και ανοσοθεραπεία, καθώς και η ακτινοθεραπεία.
Η πρόληψη, πρωτογενώς, βασίζεται στη συστηματική φωτοπροστασία, με αποφυγή έκθεσης στην έντονη ηλιακή ακτινοβολία, σωστή εφαρμογή αντηλιακής προστασίας και αποφυγή τεχνητών πηγών μαυρίσματος. Δευτερογενώς, στηρίζεται στην έγκαιρη ανίχνευση και αντιμετώπιση προκαρκινικών βλαβών.
Όταν υπάρχουν παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη διηθητικού ακανθοκυτταρικού καρκινώματος, συστήνεται ο δερματολογικός έλεγχος ετησίως για τα άτομα ηλικίας άνω των 40 ετών και κάθε 3 έτη για τα νεότερα άτομα. Για τους ασθενείς που έχουν ήδη λάβει θεραπεία για υψηλού κινδύνου ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα συστήνεται τακτικότερη δερματολογική παρακολούθηση καθώς υπάρχει υψηλή πιθανότητα υποτροπής ή ανάπτυξης νέου όγκου σε άλλη ανατομική θέση.
Η πρόγνωση είναι ανάλογη με το βαθμό διαφοροποίησης του όγκου ο οποίος προσδιορίζεται ιστολογικά. Τα ανώτερης διαφοροποίησης ακανθοκυτταρικά καρκινώματα έχουν καλή πρόγνωση, ενώ τα χαμηλής διαφοροποίησης έχουν κακή πρόγνωση. Γενικά, έχει αποδειχθεί ότι η συστηματική χρήση αντηλιακού μειώνει την επίπτωση του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος, ενώ η έγκαιρη θεραπεία του οδηγεί σε πλήρη ίαση.
Το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα προκύπτει από τα κύτταρα που βρίσκονται στο κατώτερο στρώμα της επιδερμίδας και ονομάζονται βασικά κύτταρα. Είναι όγκος χωρίς συμπτώματα που αναπτύσσεται αργά και, παρόλο που σπάνια δίνει μεταστάσεις, εάν παραμεληθεί μπορεί να επεκταθεί στους γύρω ιστούς καταστρέφοντάς τους. Είναι ο συχνότερος καρκίνος του δέρματος και ο συχνότερος τύπος καρκίνου στη λευκή φυλή. Παλαιότερα αφορούσε άτομα μέσης ηλικίας και ηλικιωμένους όμως τα τελευταία χρόνια αφορά και νεότερους ανθρώπους.
Βασικοί αιτιολογικοί παράγοντες για την εμφάνισή του είναι η έντονη ηλιακή έκθεση και το ιστορικό σοβαρών ηλιακών εγκαυμάτων κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, η χρήση τεχνητών πηγών μαυρίσματος, ο ανοιχτός φωτότυπος, η ανοσοκαταστολή και η γενετική προδιάθεση.
Εντοπίζεται κυρίως σε μέρη του σώματος που εκτίθενται στον ήλιο, όπως το πρόσωπο, το κεφάλι, ο τράχηλος, η ράχη, οι ώμοι και τα χέρια.
Κλινικά, μια τυπική βλάβη εμφανίζεται ως ερυθρορόδινη βλατίδα ή ογκίδιο με γυαλιστερή όψη και κεντρική διάβρωση ή έλκωση που αιμορραγεί τακτικά, δεν επουλώνεται και, συχνά, καλύπτεται από κρούστα. Ο συχνότερος κλινικός τύπος του βασικοκυτταρικού καρκινώματος είναι ο οζώδης και ελκωτικός που αφορά το 60% των περιστατικών.
Η διάγνωσή του βασίζεται στην λεπτομερή κλινική εξέταση, τη δερματοσκόπηση με ειδικό φακό χειρός και την ιστολογική εξέταση της βλάβης με τη λήψη δερματικής βιοψίας.
Η θεραπεία εκλογής είναι η πλήρης χειρουργική αφαίρεση της βλάβης επί υγιών ορίων, ενώ βλάβες με χαμηλό κίνδυνο υποτροπής μπορούν να καταστραφούν με τοπικές μεθόδους όπως είναι η ηλεκτροχειρουργική με απόξεση και καυτηριασμό, η κρυοθεραπεία με χρήση υγρού αζώτου και η εξάχνωση με χρήση συσκευών Laser CO2. Άλλες θεραπευτικές επιλογές είναι η φωτοδυναμική θεραπεία, η ανοσοθεραπεία, η ακτινοθεραπεία και η τοπική ή συστηματική χημειοθεραπεία. Η επιλογή της θεραπείας γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τον τύπο της βλάβης, το μέγεθος, τη θέση εντόπισης, το βάθος διήθησης, καθώς και την ηλικία και τη γενικότερη κατάσταση υγείας του κάθε ασθενή.
Η πρόληψη, πρωτογενώς, στηρίζεται στην αποφυγή παραγόντων κινδύνου, όπως η ηλιακή ακτινοβολία και το τεχνητό μαύρισμα, καθώς και στην αυστηρή αντηλιακή προστασία με σωστή χρήση κατάλληλου αντηλιακού. Δευτερογενώς, βασίζεται στην έγκαιρη διάγνωση βλαβών μέσω της μηνιαίας αυτοεξέτασης και της ετήσιας δερματολογικής εξέτασης.
Ασθενείς που έχουν ήδη λάβει θεραπεία για βασικοκυτταρικό καρκίνωμα, θεωρούνται υψηλού κινδύνου να εμφανίσουν και κάποιον άλλον τύπο δερματικού καρκίνου ή να επανεμφανίσουν βασικοκυτταρικό καρκίνωμα σε άλλη ανατομική θέση. Για τον λόγο αυτό, ο δερματολογικός τους έλεγχος συστήνεται να είναι τακτικότερος.
Γενικά, η πρόγνωση του βασικοκυτταρικού καρκινώματος είναι άριστη εφόσον αυτό αντιμετωπιστεί έγκαιρα, όμως, εάν παραμεληθεί, η τοπική επέκτασή του μπορεί να προκαλέσει σημαντική νοσηρότητα και κοσμητική παραμόρφωση.